Για τα ναυαγια στο Μαυρο Κεφαλι


Αντέτι το ‘χανε κείνουσας τσοι χρόνους πολλοί Χωραφακιανοί , όπως έχω ξαναγράψει. Όταν οι Βοριάδες κι οι μαϊστροτραμουντάνες εξαγγριγιεύγωναν τσοι θάλασσες και ξεσηκώνανε θεόρατα τα κύματα κι όπως ήτανε φυσικό εκάνανε τη ζωή δύσκολη τω ναυτικών μας απού πλέανε τουτεσάς τσοι δύσκολες ώρες σε τουτεσάς τσοι θάλασσες και τα πέλαγα, δύσκολες με μεγάλους κιντύνους. Κάμποσοι χωριανοί αφήνανε το χουζούρι του κρεβαθιού τουτεσάς τσοι βραδιές κι ετζιριτούσανε αξημέρωτα στα γυρογιάλια του Σταυρού και τσοι κακοτοπιές του Μαύρου Κεφαλιού και των άλλων γυρογιαλιώ. Ως και τα Κακά Μουριά εψάχνανε για Βρωσιμιά. Εκειά εκαρτερούσανε να βγούνε στη στεργιά τουτανά τα λάφυρα των ναυαγίων τω καϊκιώ, από τσ’ αβαρίες απού κάνανε τα οποιαδήποτε πλεούμενα για ν’ αλαφρώσουνε το βάρος του φορτίου ντωνε, σε ώρα ανάγκης και να λιγοστέψουνε το κίντυνο για να ναυαγήσουνε.

Πολλά και διάφορα ήτανε τα λάφυρα απού εκουβαλούσανε τ’ άγρια κύματα τση φουρτίνας στα κακοτράχαλα γυρογιάλια, τουτανά τα μερόνυχτα απού εκυριαρχούσανε τα κατακαίρια κι οι μεγάλες φουρτίνες. Είναι η γι’ αλήθεια πως πολλά ταβάνια σπιθιώ επαέ στο χωριό, ήτανε ταβανομένα με τάβλες από τουτονά τα βρωσιμιά τω ναυαγίων. Μα κεινηνά η βραδιά του έτους 1923 ήτανε ιδιαίτερα δύσκολη, όπως μου διηγούντανε ο Μπαρμπα Γιάγκος Κουτράκης.

Αφού, όπως αναστορούντανε, ούτε το φάρο στα Χανιά δεν ανάψανε κείνηνα τη βραδιά γιατί δε τσ’ άφηνε η θαλασσοταραχή. Τοτεσάς εχρησιμοποιούσανε για καύσιμη ύλη το πετρέλαιο, όπως μου διευκρίνισε. Τουτηνά εδά την ιδιαίτερα δύσκολη βραδιά, η κακή μοίρα επεφύλαξε μια μακάβρια έκπληξη σ’ όσους αποφτάξανε πρώτοι στη περιοχή του Μαυρου Κεφαλιού. Τα βρωσιμιά ντωνε τουτονά το δύσκολο πρωινό ήτανε ένα καΐκι ναυαγισμένο στα σκούρη του μαύρου κεφαλιού με τσοι ναυτικούς, άλλοι να ‘ναι πνιγμένοι κι άλλοι μεσοζώντανοι. Ήτανε ένα τρικάταρτο καράβι απού ‘τανε αραγμένο στην Κίμωλο κι είχε επταμελές πλήρωμα κι ένα σκύλο.

Ο καπετάνιος του ήτανε Σαντορινιός και ήτανε φορτωμένο με αλάτσι.

Τουτηνά τη δύσκολη βραδιά επήρε την απόφαση ο καπετάνιος να σαλπάρει για τον προορισμό ντου. Ο σκύλος απού ‘χανε στο καράβι ανουργιούντανε σ’ ούλο το ταξίδι συνέχεια, όπως είπανε οι ναυαγοί. Στη περιοχή του Μαύρου κεφαλιού και για κάποιους λόγους το καράβι άξαφνα ευρέθηκε απάνω στα σκούρη ντου. Οι ναυαγοί όπως είπανε δεν εκατέχανε στη αρχή αν ήτανε σε στεργια γή σε νησί.

Όταν εφτάξανε οι χωριανοί, αξημέρωτα, στο τόπο του ναυαγίου εβρήκανε ένα μεσοπεθαμένο ναυαγό. Τονε πήγανε στο λιανό κάβο (φ.63) σ’ ένα καμίνι που απάγκιαζε κι ανάψανε φωθιά και τονε συνεφέρανε.

Ένας άλλος ναυαγός είδε φως στο σπιτάκι τω βοσκώ, πάνω από τη λίμνη απού εδιάανε εκειά τα οζά ‘ντωνε κι επήγε εκειά κι εγλύτωσε κι εκείνος από το δριμύ κρύο. Όπως είπε μετά, κατά τη διαδρομή ντου για να πάει στο σπιτάκι τω βοσκώ εκάθιζε κατά διαστήματα στσ’ ασπαλάθρους για να τονε τσιτώνουνε να βγάνει αίμα για να μη παγώσει. Οι γι’ αποδέλοιποι, όσοι δεν επνιγήκανε, δεν αντέξανε όμως το κρύο ως το πρωί κι αποθάνανε.

Η συνέχεια ήτανε πως ο Μπάρμπα Γιωργάκης, πατέρας του Γιάγκου και θείος του πατέρα μου να φορτώνει στο γάιδαρο ντου αντί για τάβλες κι άλλα βρώσιμια, τσοι πνιγμένους ναυαγούς και ο πατέρας μου Γεώργιος Κουτράκης (φ. 292 TODO) α απου τονε τοτεσάς ντελικανής, να τσοι φέρνει στο χωριό για να τσοι θάψουνε στο νεκροταφείο του χωριού μας απού ήτανε τοτεσάς στο πέργυρο τσ’ εκκλησίας μας. Υστερα από χρόνια ήρθανε τα παιδιά ντωνε για να πάρουνε τα οστά ντωνε. Εφιλοξενηθήκανε από τον Ιωάννη Κουτράκη, τον γνωστό Γιάγκο και φεύγοντας ευχαριστήσανε και εκφράσανε την ευγνωμοσύνη ντωνε για τσοι Χωραφακιανούς απού εδείξανε την αθρωπιά ντωνε και το ενδιαφέρο ντωνε για τσοι πνιγμένους δικούς τωνε.

Στον ίδιο τόπο περίπου εγίνηκε κι ένα άλλο ναυάγιο, το οποίο κι αναστορούμαι κι εγώ. Ήτανε η περίοδος τση κατοχής όταν εναυάγησε ένα καράβι φορτωμένο με αλεύρια. Γι’ αυτό κι οι καλές νοικοκεράδες ‘κεινησας τσ’ εποχής με τσοι πολλές διατροφικές ανάγκες αναπίζανε, εζυμώνανε κι εφουρνίζανε συνέχεια κι αποις εχωρίζανε τα παξιμάδια και τα ξαναφουρνίζανε για να τα παξιμαδιάσουνε. Τουτονά εγινούντανε, ώστενα που υπήρχε ογρό αλεύρι. Το ύφασμα τω σακουλώ τα πήγανε μερικοί σε φραγκοράφτες στη χώρα κι εράψανε σακάκια κι ας είχανε γράμματα, απού ασφαλώς εμαρτυρούσανε την προέλευση και τη ποιότητα του αλευριού. Τουτανά τα γεγονότα εσημαδέψανε την ιδιαίτερα αφιλόξενη κεινηνά την εποχή τσοι χειμωνιάτικους μήνες της περιοχής του Μαύρου Κεφαλιού την τρίτη και πέμπτη δεκαετία του προηγούμενου αιώνα.