Σιγα σιγα εβρεχεν ο Θιος


Ύστερα από την έως εδά διαδρομή μου στα Χωραφακιανά γυρογιάλια εσκέφτηκα να κάμω ένα διάλειμμα, και να γράψω για τσοι κάποιες εμπειρίες μου από την αγροτική ζωή. Ετσά για ν’αποφύγω τη μονοτονία και το ξεφύλλισμα των σελίδω τουτωνέ, να φέρνουνε ευχαρίστηση κι “όι” άνια τσ’ αναγνώστες τωνε, κι οι γι’ ώρες τωνε να περνούνε όμορφα και ευχάριστα, μα και να μαθαίνουνε και λεπτομέρειες από τη ζωή των αθρώπων τσ’ εποχής κεινησάς. Ύστερα θα πάρομε πάλι τη στράτα για να συνεχίσω τη γνωριμία μας και μ’ άλλες χωραφακιανές τοποθεσίες.

Η προχθεσινή βροχή απού σιγά σιγά έβρεχε ο Θιός κι επότιζε τη διψασμένη χωραφακιανή γη που το ‘χε ανάγκη κιόλας γιατί ‘χε καιρό να βρέξει.

Αυτή μου ξύπνησε τσ’ αναμνήσεις μου και μ’ αντιγάηρε στσοι περασμένους χρόνους. Γιατί ‘τανε όπως και τσοι καιρούς τση νιότης μου απού εγροίκουνα τσοι σταλιές τση βροχής να τραβαγιάρουνε στην αυλή μας και στα φύλλα τση λεμονιάς κι εθάρρουνα στ’ αλήθεια πως άκουγα γλυκόλαλα πουλιά να κελαηδούνε τσι φυλλωσιές τω δέντρω. Τούτηνα την ώρα απού εγροίκουνα την όμορφη τουτηνά συναυλία τση βροχής, η θύμησή μου μ’ αγκάναρε ν’ αντιγαήρω όθεν εκείνουσας τσι βασανισμένους χρόνους. Αλήθεια κι όλας! Ετσά ‘τανε και τοτεσάς.

Γιατί με το που ξύπνησα και κείνονα το πρωινό κι άκουσα τσοι σταλιές τση βροχής να χοροπηδούνε ορεξάτα στα κεραμίδια του σπιθού μας, εθάρρουνα για μια στιγμή από τη χαρά μου, πως δεν ήτανε βροχή παρά πενιές του δεξιοτέχνη λαγουθιέρη Κουτσουρέλη κι έπαιζε κιανένα καινούργιο ντου σκοπό.

Ήτανε η γι’ εποχή που τ’ αμπελοσκάματα, ήτανε στη φουριά τωνε. Κι από λίαν πρωί κι ως το βράδυ ειμαστονε ξεχαχαλωμένοι ανάμεσα στσι σκάλες κι με τα σκαπέθια μας εκάναμε το χώμα σωρούς. Ετσά τα σκάφτανε τ’ αμπέλια τοτεσάς για να τα κοπρίσουνε μα και για να μαζώξουνε λέει νερό κι εκείνα από τσ’ ανοιξιάτικες βροχές. Ούλη την ημέρα εκελαηδούσανε τα σκαπέθια* στα γύρω αμπέλια τση κάθε περιοχής απούχε αμπέλια.

Σαν εκαθίζαμε για κολατσιό γή για μεσημέρι, δεν εκάτεχε ο καθένας μας πού επόνιε πλιά πολύ στα χέρια, στα πόδια, γή τη μέση ντου. Καθ’ αργά δεν είχαμε νάκαρα* να κάτσομε, παρά απολεμούσαμε* από νωρίς να χουζουρέψουμε στα κρεβάθια μας για ν’ ανακουφιστεί το κορμί μας από τσοι πόνους.

Κάθε πρωί, αξημέρωτα ετραβάγιαρε η συγχωρεμένη η μάνα μας, για να μα σε ξυπνήσει. “Σηκωθείτε μωρέ! Οι γι’ απανωγειτονίτες επεράσανε κιόλας κι εσείς κοιμάστε ακόμη;” Που να προλάβομε το λοιπός να ξεκουραστούμε; Δεν επρολάβαινε να βραδιάσει, κι εξημέρωνε. Σαν ετυχαίνανε εδά πράμα σκόλες, γή Κυριακές, μας ανακουφίζανε λιγάκι επαέ που τα λέμε. Μα έλα σου ντε που ταχιά* τανε πάλι καματερή* και θαν’ ηλέγαμε πάλι άντε φτου κι από την αρχή, το ίδιο τραγούδι δηλαδή.

Μα τουτηνέ η βροχή ήτανε πλια καλλιά, γιατί σαν έβρεχε καλά και δεν εξεκαίριζε άξαφνα, η ξάργιτα* εβάστα μέρες, γιατί έπιανε ογρασία* κι απαγορευγούντανε να σκάφτομε με ογρασία, γιατί αρρώστα λέει το χώμα. Κι ετσά είχαμε καιρό να ισιώσουνε τα κορμιά μας και να ξεκατσουνιάσομε για κείνο κιόλας κι εχαιρουμέστανε, ιδιαίτερα κι είμαστονε γι’ αυτό όλο χαρές και γέλια κι αλληλοπειράγματα στσοι καφενέδες.

Ο Μπάρμπας μου, το Γιαννάκη (φωτ.22) δεν ήτανε δουλευτής, μά ‘τανε όμως βιαστικός κι ανυπόμονος για τσι δουλειές κάθε εποχής κι ετσά που μας εθώριε κι εγελουρίζαμε ευχαριστημένοι τ’ ανάφτανε τα λαμπάκια κατά που λένε τσοι καιρούς τουτουσές και μας απόπαιρνε, με τα λόγια “είντα χασκογελάτε μωρέ τροζοκόπελα, που τουτηνά η δουλειά είναι δικό σας κισιμέτι και το λοιπός είντα χαΐρι, διάφορο”. Για να τονε δαιμονίσω κι εγώ παραπάνω, τ’ αντίτεινα και του ‘λεγα, “μπάρμπα εμείς λέμε δος ημίν σήμερο”.

Τουτεσάς εδά τσ’ αναμνήσεις εξάγκλησε από το νου μου το προχθεσινό σιγανόβρο, απού σιγά σιγά έβρεχε ο Θιός, κι εμείς εχαιρουμέστανε γιατί θαν’ εξεκουραζομέστανε. Μα ύστερα κι από τουτονά το λοξοδρόμισμα το διάλειμμά μου επήρε τέλος κατά που λέγανε κι οι καραγκιοζοπαίχτες για τσοι παραστάσεις τωνε τσοι καιρούς κεινουσάς στσοι υπαίθριες απού εδούνανε τσ’ αυλές τω καφενέδω και τσοι πλατείες επαέ στο χωριό.

Κι ετσά ξεκούραστος κι εγώ θα συνεχίζω και πάλι το οδοιπορικό μου για τσοι καινούργιους τόπους απού θαν’ απαντήξω.