Το Ακρωτήρι


Ετσα γροικάτε* η πέτρινη χερσόνησος που ‘ναι βόρεια του νομού Χανίων. Και η μεγάλη τση προσφορά στο νομό Χανίων είναι το φυσικό λιμάνι τση Σούδας. Στσοι χάρτες και σε διάφορα βιβλία, την ονοματίζουνε και ως Ακρωτήριον Κύαμον γη, ως Ακρωτήριον Μελέχας, γή κι ακόμη κι ως το Άγιο Όρος τση Κρήτης.

2. Ακρωτήρι Κύαμου ή Μελέχα, φωτογραφία από δορυφόρο.

Η γι’ εξήγηση για το όνομα Κύαμον βγαίνει λέει από το ότι η περιοχή του Ακρωτηρίου είχε μεγάλη παραγωγή από κουκιά. Ως αναφορά, για την ονομασία Μελέχας κατά μία άποψη, ότι η ονομασία αυτή προήλθε από την λέξη Μελέκ απού του έδωσαν οι Άραβες το 824 μ.Χ. που εκυριεύσανε την Κρήτη, και σημαίνει “Βασιλέας”.

Οσο αφορά την ονομασία σε Άγιο Όρος της Κρήτης είναι περισσότερο χαρακτηρισμός, και όχι ονομασία. Γιατί δεν αναγράφεται με τουτονά τ’ όνομα ποθές* εκτός από το βιβλίο τση κ. Πιμπλή, που μάλλον πως από τον ενθουσιασμό κάποιων που οι γι’ ευαισθησίες τωνε ξεσηκωθήκανε από τα πολλά ξωκλήσια απού φιλοξενούνται τσ’ Ακρωτηριανούς τόπους, γή κι από τα Μοναστήρια, εν ενεργεία και μη, που ‘ναι σκορπισμένα όπως θα δούμε τσι διάφορες τοποθεσίες του Ακρωτηρίου. Ακόμη μπορεί από τη μορφή ντου απού είναι λιτή, ασκητική, κακοτράχαλη και στερημένη από φυσικά αγαθά, όπως χώμα και νερό. Γιατί για φυσικές ομορφιές και φιλόξενες παραλίες έχει αρκετές όπως θα δούμε στη συνέχεια στα κεφάλαια απού ακλουθούνε.

Γι’ αυτό κι οδηγούμαι στο συμπέρασμα πως ο Θεος, απού “τα πάντα εν σοφία εποίησε” και τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληρεί έδωκε στσ’ Ακρωτηριανούς τόπους την ευλογία ντου. Και για κείνο είναι ευλοημένος τόπος κι έχει πολλές χάρες και χαρίσματα κι ελπίζω πως θα συμφωνήσουνε κι οι γι’ αναγνώστες του βιβλίου μου με τσ’ απόψεις μου αυτές, ξεφυλλίζοντας τσοι σελίδες του. Και βέβαια η ζωή των ανθρώπω των ζώων και τω δεντρώ είναι δύσκολη. Γιατί οι τόποι δεν έχουνε πηγές και τρεχούμενα νερά, μα και το χώμα στσοι κακοτράχαλους τόπους του είναι λιγοστό όπως είπαμε και παραπάνω. Γι’ αυτό και πολλά δέντρα ζιούνε σε ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες όπως η χαρουπίδα τση αλλά και την ασκελετούρα απού συντροφεύει τη χαρουπίδα και στολίζει με την πρασινάδα τση, το βραχώδη τόπο απού τηνε φιλοξενεί.

4. Η χαρουπίδα ριζωμένη στη σχισμή του βράχου όπως λέει και ο ποιητής δίνει ζωή σ’ αυτή την ερημιά μαζί με τ’ άλλα αγριολούλουδα απού ‘ναι ολόγυρα τση. Η φωτογραφία από τη κακοτράχαλη διαδρομή προς Άγιο Σπυρίδωνα στο Σεϊταν Λιμάνι.
3. Η Σκύλλα η παραθαλάσσια (Ασκελετούρα) γή σκυλλοκρομμύδα, ονομάζεται και Αγιοβασιλίτισσα. Γιατί υπάρχει το έθιμο να την αφήνουνε την πρωτοχρονιά έξω από τσοι πόρτες τωνε, τω σπιθιώ γιατί θεωρείται φυτό αθάνατο και το ‘χουνε για γούρι γή για καλό, όπως λένε. Εδώ, σφιχταγκαλιασμένες με τα σκληρά χαράκια δείχνουνε σημάδια ζωής μαζί με τ’ άλλα χόρτα απού ‘ναι στσοι σχισμές και τσοι λακκούβες στης κακοτράχαλης και άγονης περιοχής του Αγίου Σπυρίδωνα. (φωτ. 439 TODO)
5. Άνθη Ασκελετούρας. Τον Αύγουστο περίπου κι όταν η φύση είναι κατάξερη εμφανίζεται μια δροσερή ράβδος με τα κάτασπρα άνθη τση. Παλαιότερα που δεν υπήρχε η ΕΜΥ, από τούτανα τα άνθη τσ’ ασκελετούρας, εμαντεύανε οι γι’ αθρώποι αν θά ‘χανε οψιμοκαλόκαιρο γή πρώιμες βροχές. Αν ήτανε καλή η χρονιά και η παραγωγή μεγάλη σε ξυλοκάρπια (ελιές και χαρούπια δηλαδή).

Γι’ αυτό και το πολύ ωραίο και χαρακτηριστικό ποίημα απού εδιάβασα στα “Χανιώτικα Νέα” στις 26/11/2013 του ποιητή κ. Δημήτρη Κ. Τυραϊδή με συγκίνησε πάρα πολύ και μου ‘δώκε την εντύπωση πως είναι γραμμένο για τούτονα το δέντρο και το καταχώρησα στσοι σελίδες του βιβλίου μου για να το χαρούνε οι γι’ αναγνώστες του.

ΔΙΑΛΟΓΟΣ Μ’ ΕΝΑ ΔΕΝΤΡΙ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ Δ. ΤΥΡΑΪΔΗ
ΣΤΗ ΣΧΙΣΜΗ ΕΝΟΣ ΒΡΑΧΟΥ

Δεντράκι που είσαι στη σχισμή του βράχου ριζωμένο
πες μου που βρίσκεις την τροφή, που βρίσκεις το νερό
με ροζιασμένο τον κορμό και χιλιοπληγωμένο
πώς θρέφεις φύλλα πράσινα, πώς δένεις τον καρπό;

Κείνος που αστέρια γιόμισε ψηλά τον ουρανό,
κι έδωσε ξέχωρη φωνή στ’ αηδόνι να λαλεί,
κι έδωσε γλύκα πλιότερη στης μάνας το φιλί
κείνος μου δίνει την τροφή, μου δίνει και νερό.

Πού βρίσκεις τόση δύναμη και το βοριά παλεύεις
και δεν σου σπάει τα κλαδιά ο άγριος χιονιάς.
Πως ζεις στο βράχο μοναχό, συ, ταίρι δε γυρεύεις
σε τούτη την απόκοσμη γωνιά της ερημιάς.

Είναι βαθιές οι ρίζες μου κι έχουν το βράχο ασπίδα
κι ας λεν πως είναι αδιάφορος άπονος και σκληρός
κι από τον άγριο χιονιά κι από την καταιγίδα
με προστατεύει σαν γλυκός πονετικός γονιός.

Κι όλα τ’ αγριολούλουδα που ζουν ολόγυρά μου
είναι η γλυκιά μου η συντροφιά πιστή μου κι ακριβή,
και μ’ όσα πλέκουνε φωλιές πουλάκια στα κλαδιά μου
δεν νιώθω μόνος και όμορφη διαβαίνει μου η ζωή.

Ύστερα από αυτή την σύντομη παρένθεση συνεχίζω την αναφορά μου για το Ακρωτήρι.

Απάνω σε τουτηνά την Ακρωτηριανή χερσόνησο φιλοξενούνται όπως εγώ τα γνώρισα, τα Χωριά: Προφήτης Ηλίας, Κορακιές, Πιθάρι, Αρώνι, Γκαλαγκάδο, Στέρνες, Καθιανά, Καλόρουμα, Μουζουράς, Χορδάκι, Κουνουπιδιανά, Καμπάνι, Χωραφάκια, Ριζόσκλοκο. Οπως δε αναγράφει η κ. Δημ. Σπίθα – Πιμπλή, στο βιβλίο της Μελέχα το Άγιο Όρος της Κρήτης, ότι, όταν οι Τούρκοι αποβιβαστήκανε στις ακτές του νησιού το 1645, τα χωριά του Ακρωτηρίω ήτανε σύμφωνα με τον πίνακα Αντωνίου Τριβάν (Δημοσίου Δουκικού Συμβολαιογράφου) τα εξής: Στέρνες, Χωρδάκι, Καμπάνι, Κορακιές, Γκαλαγκαδο, Ξερολιές, Πιθάρι, Ασπρα σπίτια, Αρώνι, Καλόρουμα, Κουνουπιδιανά, Φρύδια γή όπως λέγονται από τσ’ Ακρωτηριανούς, Φρούδια Μουζουράς, Βόθονας, Φοινικάδα. Άραγε η σημερινή Φοινικούντα στα Κουνουπιδιανά και η Χαλέπα.

Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσομε ότι η περιοχή φρύδια γή φρούδια ονομάζεται και η περιοχή του Αγίου Ματθαίου. Το όνομα του Αγίου Ματθαίου το πήρε από το ομώνυμο γυναικείο μοναστήρι, που υπήρχε κάποτε εκεί. Σήμερα στσοι γύρω χώρους από την εκκλησία του Αγίου Ματθαίου και σε κτιριακές εγκαταστάσεις απού έχουνε γίνει, λειτουργεί η Εκκλησιαστική Σχολή Κρήτης. Στο βιβλίο του πανοσιολογιώτατου Αρχιμανδρίτου κ. Ειρηνάρχου Θεοδώρου “Γουβερνέτο” αναφέρονται κι άλλα χωριά στην περιοχή που είναι μεταξύ των μοναστηριών της Αγίας Τριάδος και του Γουβερνέτου, όπως τα χωριά Μεγένου, Καλά Μαζιά και Γδέρνετο από το οποίο όπως λέγεται, επήρε και το όνομα της η Μονή Γουβερνέτο και τα οποία χωριά εξεκληριστήκανε από κάποια θανατηφόρο μεταδοτική νόσο (πανώλη) τον 17ο αιώνα πιθανόν.

Τα Μοναστήρια απού είναι σε ενέργεια τσοι καιρούς τουτουσές στο Ακρωτήρι είναι η Μονή Γουβερνέτο, η Μονή Αγίας Τριάδος γή Τζαγκαρόλων και η Μονή του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στις Κορακιές. Οι δύο πρώτες είναι ανδρικές και η τρίτη γυναικεία.

Η προσφορά τουτονά τω Μοναστηριώ διά μέσου των αιώνων στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες, ήτανε μεγάλη κι ανεκτίμητη. Γιατί και φιλοξενία επροσφέρανε στσ’ αμάχους και τσοι κατατρεγμένους, μα και τροφή εδούνανε στα στρατόπεδα των επαναστατών σε ώρα ανάγκης. Αλλά και νοσοκομεία εγινήκανε, ακόμη για την περίθαλψη των τραυματιών κι αποθήκες για μπαρούτι και βόλια εχρησιμοποιήθηκαν οι χώροι ντωνε απ’ όπου οι καλογέροι ετροφοδοτούσανε με πολεμικό υλικό τα πεδία των μαχών που τα κουβαλούσανε με τα μουλάρια. Κι ετσά εφανήκανε άξια του προορισμού ντωνε με τσοι θυσίες και τσ’ αγώνες τωνε, για του Χριστού την πίστη την Αγιά και τση πατρίδας την Ελευθερία. Γι’ αυτό και για αυτές τσοι θυσίες τωνε εξεσπάσανε με περίσσιο μίσος εναντίωντωνε οι ντουσουμανηδές μας και με λεηλασίες και σφαγές, τα ανταμοίψανε.

Υστερα από το λοξοδρόμισμα για τα Μοναστήρια συνεχίζω και πάλι την αναφορά μου για το Ακρωτήρι. Κι είναι αλήθεια πως το Ακρωτήρι μπορεί, για μια στιγμή, να θεωρηθεί σαν ένα μεγάλο ενιαίο χωριό και τα σημερινά χωριά ντου να θεωρούνται σα γειτονιές του μεγάλου χωριού. Γιατί ούλα τα χωριά έχουνε κοινά χαρακτηριστικά, αναμεταξύς τωνε. Γι’ αυτό και πιστεύω πώς γράφοντας για τα ήθη και έθιμα και τσοι προβληματισμούς των κατοίκων κάποιου Ακρωτηριανού χωριού, καλύπτεις και ουλωνών των αλλωνών χωριώ τσοι συνήθειες τα βάσανα και τον τρόπο ζωής ντωνε.

Γιατί κατά τη γνώμη μου και όπως έχω ακουστά κι απ’ άλλους, οι γι ‘Ακρωτηριανοί πάντοτε, εβράζανε ούλοι στο ίδιο καζάνι, κοινές το λοιπός για ούλους οι δυσκολίες, κι αδερφομένοι γι’ Ακρωτηριανοί με τα βάσανα και τσοι δυσκολίες.

Δεν αποκοτώ* όμως να ισχυριστώ πως το βιβλίο μου αυτό καλύπτει την ιστορία και τσ’ ιδιαιτερότητες και των αλλωνώ χωριώ τ’ Ακρωτηριού. Αφορά αποκλειστικά και μόνο το χωριό μου τα Χωραφάκια.

Αλλο πως τα βάσανα κι οι δυσκολίες είναι κοινές γι’ ούλα τα χωριά τ’ Ακρωτηρίου και τσ’ Ακρωτηριανούς και για να γενώ περισσότερο κατανοητός θ’ αναφερθώ στα λεγόμενα νιους γέρου από εγροίκουνα στα κοπέλατά μου στο γκαφενέ να τ’ αναθιβάνει, αστειευόμενος.

Έλεγε το λοιπός ο Μπάρμπας Μιχάλης ο Καπερούνιος, ετσά τον ηλέγανε γιατί σαν εκαλομοιριάστηκε η γυναίκα ντου του ζήτηξε να τση πάρει καπέλο γι’ αυτό και τονέ επαρανομιάζανε καπερούνιο: “Γροίκα παιδί μου: Ο Θεός οντέν έσιαζε το γκόσμο εκοσκίνιζε το χώμα κι έσιαζε* τσι κάμπους και τσι πεδιάδες κι επαέ στ’ Ακρωτήρι έριχνε τ’ αποκοσκινίδια*, γι’ αυτό δα κιόλας κι είναι γεμάτο από πέτρες και χαράκια και το χώμα ντου είναι λιγοστό”.

6. Μιχαήλ Καλλιγέρης γή ο Μιχαλάκης Καπερούνιος. Ητανε γεννημένος το 1860 περίπου και πέθανε μάλλον το 1952. Ήτανε μάγειρας στο επάγγελμα είχε ανοίξει μαγέρικα (εστιατόρια) στον Πειραιά και στα Χανιά.

Ετσά το λοιπός, οι γι Ακρωτηριανοί ούλοι, επροσπαθούσανε να ζήσουνε, καλλιεργώντας το λιγοστό χώμα τσ’ Ακρωτηριανής γης και να κάνουνε τσοι πέτρες και τα χαράκια του ασβέστη όπως θα δούμε παρακάτω. Κι ακόμη επουλούσανε τα κλαδιά τους στσοι φούρνους και τα νοικοκυριά στη χώρα για να ζήσουνε. Το λοιπός οι Ακρωτηριανοί ούλοι, τσι δύσκολους χρόνους κεινουσας, απαλεύανε μπέτη* με μπέτη με τα βάσανα. Και κυριολεκτικά η ημερήσια εργασία ντωνε είχε κέρδος τσοι περισσότερες φορές το ψωμί μιας μέρας.

Στο τελευταίο μαγέρικο απού είχε στα Χανιά ο Μιχάλης Καλλιγέρης ήτανε στα Δυτικά σκαλάκια τσ’ Αγοράς απέναντι ακριβώς από το Ζαχαροπλαστείο “Ο Κρόνος” και συνεργάστηκε με τον επίσης μάγειρα και χωραφακιανό γαμπρό Γ. Μανουσάκη, (φωτ. 164 TODO), ο οποίος το διατήρησε στη συνέχεια για πολλά χρόνια ακόμη. Σ’ αυτό το μαγέρικο εκολατσίζανε οι χωραφακιανοί σαν εκατεβαίνανε στη χώρα για να πουλήσουνε τα προϊόντα ντωνε γή για να ψωνίσουνε τα απαραίτητα για τα σπίθια ντωνε.

TODO
164. Ο Γεώργιος Μανουσάκης, Χωραφακιανός γαμπρός. Σύζυγος του ήτανε η Ειρήνη Νικολάου Τσιτσιδάκη. Είχε μαγερικό στα Δυτικά σκαλάκια τσ’ Αγοράς και ακριβώς απέναντι με τη νότια πλευρά του ζαχαροπλαστείου «Κρόνος». Το είχε για κάμποσες δεκαετίες, προπολεμικά είχε συνεργαστεί με τον επίσης Χωραφακιανό Μάγερα Καλλιγέρη Μιχαήλ (φωτ 6). Τα τελευταία χρόνια εσυνεργαζούντανε με τον μπατζανάκι ντου Πολιό Κλουβιδάκη. Εδιακρίνουντανε για τη συνέπεια ντου στις οποίες κοινωνικές του υποχρεώσεις, για τσ’ οποίες εμετακινούντανε με τα πόδια, όπου ήτανε κι ο τρόπος διακίνησης των ανθρώπω κεινησάς τσ’ εποχής και με ανά χείρας την ομπρέλα ντου, τσοι χειμωνιάτικους μήνες.

Παρ’ όλες όμως τις δυσκολίες και τα βάσανα που αντιμετωπίζανε οι Ακρωτηριανοί, συνεχίζανε να ζούνε στο Ακρωτήρι και ν’ απαλεύγουνε για την επιβίωσή ντωνε στο τόπο που τσοι ‘ταξε η μοίρα ντωνε. Επομένως η γι’ Ακρωτηριανή γη είναι ζυμωμένη, όπως συνηθίζω να λέω, με τον ιδρώτα και το αίμα των προγόνω μας.

Μα όσο κι αν οι συνθήκες ζωής ήτανε δύσκολες, και οι γι’ ευκολίες ανύπαρκτες, κάποια θεϊκή ομορφιά τσ’ ανακούφιζε και τσι βάστα ριζωμένους στο ντόπο που γεννηθήκανε, όπως και τσ’ αγριελιές, τσι χαρουπιές, τσι σκίνους, κι ούλα τ’ άλλα κλαδιά, π’ αντλούσανε ζωή, από τσ’ άνυδρους τόπους του και στολίζανε κι ομορφαίνανε τσοι κορφές και τα πλάγια του βουνού, τσοι λόφους και τα κεφάλια και τσοι σιάδες* του (φωτ. 367 TODO). Κι ώρες και φορές αναρωθιέται κιανείς και λέει: “Αλήθεια που βρίσκεται τόσινα ομορφιά σε τουτονέ το ντόπο!” Που η φύση ντου είναι λιτή και στερημένη από φυσικά αγαθά, με πολλά χαράκια και πέτρες, χωρίς νερό μα και λιγοστό χώμα. Μα πρέπει πως ο Θεός που κατά που λέει και ο λαός “κατά τη κρυγιότη* μοιράζει και τα ρούχα”, και τα “ελείποντα αναπληροί”, όπως ξαναείπα, εδωκε μαζί με ούλα τ’ άλλα, και την ευλογία ντου, στσ’ Ακρωτηριανούς τόπους.

Αν όμως φίλοι Αναγνώστες ο Θεός, ο οποίος “τα πάντα εν σοφία εποίησε”, εξισορρόπησε ούλες τσ’ αδυναμίες και μειονεκτήματα του Ακρωτηρίου, με την ευλογία ντου, τσ’ εσχάτους χρόνους τουτουσές, άνθρωποι πονηροί και καιροσκόποι εκμεταλλευόμενοι τσ’ αδύναμους Ακρωτηριανούς, γιατί παντού και πάντοτε “στ’ αδύναμο κρέας κολλά η μύγα” τηνε φορτώσανε την Ακρωτηριανή γη κι ατμόσφαιρα με ρυπογόνες εστίες και φυσικά επιβαρύνανε την παρθένα φύση του Ακρωτηρίου με ρύπους, που κατά την ταπεινή μου γνώμη η επιβάρυνση αυτή έχει επιπτώσεις και στην ευρύτερη περιοχή του νομού Χανίων. Αφενός γιατί, το Ακρωτήρι δεν είναι κλεισμένο σε στεγανά, αφετέρου τσοι τόπους αναψυχής του Ακρωτηρίου τσοι έχουνε ανάγκη και οι κάτοικοι των Χανίων. Το λοιπός “όποιος σκάφτει το λάκκο αλλωνών, πέφτει κι ο ίδιος μέσα” στο τέλος. Και βέβαια, η γι’ αιτία ουλωνών των κακών που εγινήκανε γή και εγινήκανε στο Ακρωτήρι δε φταίνε οι Χανιώτες, αλλά κάποια συμφέροντα που ίσως ονειρεύονται ότι θα κατακυριεύσουνε μιας κοπανιάς τον κόσμο ούλο, ας όψονται.

Ακόμη όμως και πριχού κλείσω αυτό το κεφάλαιο, θέλω ν’ αναφερθώ και σε μια άλλη συνήθεια των ανθρώπων κείνουνα του καιρού, να αλληλοπαρανομιάζονται αναμεταξύ τωνε και πολλές φορές εκάνανε το ίδιο και για ολόκληρα χωριά γή κι επαρχίες. Με αποτέλεσμα πολλές φορές να καταργούνται τα πραγματικά επώνυμα και να παίρνουνε τη θέση ντωνε, τα παρατσούκλια, όπως θα δούμε σε επόμενες σελίδες.

Εδώ όμως θέλω να αναφερθώ στα παρατσούκλια απού αφορούνε τσ’ Ακρωτηριανούς και ιδιαίτερα τσι Χωραφακιανούς και να ασχοληθώ σε τοπικό επίπεδο, απού εστιάζεται το δικό μου ενδιαφέρον. Είναι γνωστό πως τσ’ Ακρωτηριανούς τσοι παρανομοιάζανε “ασβεστόκωλους”, τσοι Κουνουπιδιανούς “τζιμπιλάδες” και τσοι Χωραφακιανούς “Λαέρτηδες”. Τσοι μεν Ακρωτηριανούς τσοι λέγανε “Ασβεστοκώλους” γιατί για να βγάλουνε το ψωμί ντωνε, εκάνανε ασβεστοκάμινα και πολλές μέρες το χρόνο ήτανε σκονισμένοι από τον ασβέστη, Τσοι Κουνουπιδιανούς, τσοι παρανομιάζανε “τζιμπιλάδες”, όπως έχω ακουστά, γιατί για να πάνε στη χώρα, ιδιαίτερα για να ψουνίσουνε τ’ αναγκαία εφόδια για τα σπίθια ντωνε εκατεβαίνανε καβάλα στσοι γαϊδάρους τωνε με κρεμασμένο στα σκαρβέλια του σομαριού (φωτ. 192 TODO) το τζιμπίλι, γι’ αυτό και τσοι παρανομιάζανε “τζιμπιλάδες”. Για τσοι χωραφακιανούς όμως, όπως είχα ακουστά, απού τσοι γεροντότερους απού είχε απαφτάξει η πληροφορία αυτή και σε κείνους από τα παλιά κι από στόμα σε στόμα πως τσοι παρανομιάζανε “Λαέρτηδες” γιατί τσοι θεωρούσανε σαν πολύ εργατικούς.

Αναζητώντας όμως περισσότερες πληροφορίες για το όνομα του Λαέρτη εδιάβασα στην εγκυκλοπαίδεια “Ελευθερουδάκη, τόμος 8ος, σελίδα 444” ότι ο Λαέρτης απού ήτανε βασιλιάς της Ιθάκης και πατέρας του Οδυσσέα εμφανίζεται από τον Όμηρο ως “το άριστον υπόδειγμα εργατικού στοργικού και αφοσιωμένου πατέρα και παππού”.

Οι παραπάνω όμως χαρακτηρισμοί συμπίπτουνε και με τη συμπεριφορά των Χωραφακιανώ, όπως προκύπτει ξεκάθαρα κι από τσοι σελίδες του βιβλίου μου τουτουνέ, πως οι μακαρίτες πρόγονοί μας ήτανε και εργατικοί και στοργικοί. Γι’ αυτό και την κακοτράχαλη χωραφακιανή γη εκαματερέψανε κι αφήκανε περιουσίες στα παιδιά ντωνε σαν γνήσιοι Λαέρτηδες. Γι’ άλλη μια φορά επομένως των εύκομαι να είναι αιωνία η μνήμη ντωνε.

Ύστερα όμως με τη γνωριμία μας με το Ακρωτήρι και τσ’ ανθρώους του με τσοι γενικές πληροφορίες γι’ αυτό και τα χωριά ντου, θεωρώ σωστό να ξεκινήσω τη στραθιά απού αποφάσισα με σκοπό ν’ αποφτάξω στσοι χωραφακιανούς τόπους. Απού είναι κι ο προορισμός μου για να γνωρίσομε τσ’ ανθρώπους του από κοντά και να μάθομε για τα βάσανα και τσοι δυσκολίες απού αντιμετωπίζανε για να ζήσουνε κι ακόμη να μάθομε ποιες ήτανε οι δουλειές απού κάνανε κι είντα συνήθειες είχανε και ποιες ήτανε οι κοινωνικές τωνε σχέσεις αναμεταξύ τωνε και με τσ’ άλλους Ακρωτηριανούς.

Γιατί οι γι Ακρωτηριανοί του παλιού καιρού είχανε πολλά κοινά χαρακτηριστικά αναμεταξύ των όπως ήλεγα και παραπάνω. Εμοιάζανε στη φτώχεια, κι εταιριάζανε στσοι δυσκολίες. Γιατί στον αγώνα για να βγάλουνε το ψωμί ντωνε την ίδια κακοτράχαλη γη εκαλλιεργούσανε. Και με τα ίδια βάσανα στα Καμινοκάιματα απαλεύανε. Μα και στα μεγάλα Ακρωτηριανά πανηγύρια μας, τηνε εκλέφτανε τη μια του χάρου ούλοι μαζί, γιατί εκειά εσμίγανε κι εγλεντοκοπούσανε κι εξεχνούσανε τα βάσανα κι ούλες τσοι δυσκολίες απού τσοι τριγυρίζανε. Ητανε το λοιπός μαζί στσοι χαρές και στσοι λύπες. Συντροφιά στα γλέντια και τα πανηγύρια.

Ακόμη, ιστορικές έχουνε απομείνει οι κόντρες στο σκαμπίλι με αντιπάλους από δύο χωριά κι ακόμη για πολλές μέρες αντιβοούσανε οι στράτες και τα σοκάκια τω χωριών από τα τραγούδια απού κάνανε σαν εσμίγανε στσοι χαρές, τα πανηγύρια και τσοι ξεφαντώσεις του καιρού κεινουνά. Γιατί, οι γι’ άνθρωποι του παλιού καιρού, η γι’ αλήθεια του Θεού ήταν πως εκατέχανε κι εγλεντίζανε κι εμείς, βέβαιος πως το συμπέρασμα τουτονά θα το θεμελιώσουνε κι οι πληροφορίες απού θα διαβάσετε στις επόμενες σελίδες του βιβλίου μου. Είναι γνωστό βέβαια πως όσα γράφονται στσοι σελίδες του ταπεινού μου έργου τουτουνέ, αναφέρομαι στην περασμένη εποχή, όπου οι γι’ άνθρωποι ετηρούσανε τα ήθη και τα έθιμα κι εσεβούντανε την παράδοση. Πριχού όμως συνεχίσω τη στραθιά μου για τσοι Χωραφακιανούς τόπους, θ’ αντισταθώ λιγάκι στο Προφήτη Ηλία για να καταθέσω το σεβασμό και την ευγνωμοσύνη μου στσοι τάφους των μεγάλω νεκρώ, Ελευθερίου και Σοφοκλή Βενιζέλων και για να προσκυνήσω τα αιματοποτισμένα χώματα ντου από το “τίμιο αίμα” των αγωνιστών για την ελευθερία και για την Ένωση τση Κρήτης με τη Μάνα τση, την Ελλάδα. Γιατί θωρρώ πως τουτονά είναι καθήκον ιερό για ούλους μας και μεγάλη μας υποχρέωση.