Πρόλογος


Είναι η γι’ αλήθεια πως το φορτίο που πάω να φορτώσω τσ’ αδύναμους ώμους μου είναι πολλά βαρύ. Μα είναι και εξίσου δυνατά τα ερεθίσματα που δέχεται η συνείδησης μου, πως επιτέλους κάτι πρέπει να γενεί. Για ν’ απομείνουμε κάποια ιστορικά στοιχεία για τσ’ επόμενες γενεές από ένα πολιτισμό, απού οι ποταμοί από τσοι ξενόφερτες ιδέες, σκέψεις και θεωρίες πάνε να πνίξουνε στα λασπόνερα ντωνε.

Το αύριο για την παράδοση μας, για τσοι συνήθειες μας, τα ήθη και έθιμα μας είναι ολοφάνερο πως κρίνονται από παέ και πώδε*, ζοφερό. Το αδηφάγο συμφέρο λεηλατεί τσ’ ηθικές αξίες τουτουσές τσοι καιρούς κι η σκοπιμότητα, απλώνεται όλο και περισσότερο, κραδαίνοντας τα σκήπτρα της εξουσίας τση.

Την ώρα τουτηνά των ανακατατάξεων και των αλλαγών, αναντρανίζω* κι απατός* μου, κι απολεμώ* ν’ ανακατωθώ σ’ ένα αγώνα δύσκολο. Το κατέω πως ο χώρος για να γράψει κιανείς ένα βιβλίο είναι δύσκολος και καθόλου οικείος για τσοι δικές μου πνευματικές δυνάμεις. Μα με την “πανοπλία” τση καλής πρόθεσης, τσ’ ανιδιοτέλειας, κι αλάργο* από κάθε σκοπιμότητα παίρνω τη μεγάλη απόφαση να τολμήσω τουτονά το ξεκίνημα και με τση Θείας Πρόνοιας τη φώτιση ελπίζω πως θα τσοι ξεπεράσω τουτεσάς τσ’ αδυναμίες μου και θα ολοκληρώσω τη μεγάλη επιθυμία μου αυτή.

Γιατί, δε το βαστά άλλο η καρδιά μου να θωρώ από μέρα σε μέρα τα καλά και όμορφα του τόπου μας, που εδά και αιώνες οι παππούδες κι οι πατεράδες μας τα βαστήξανε με αγώνες και αίμα. Εμείς εδά με την αδιαφορία μας να τ’ αφήνομε να σβήνουνε και να χάνονται στη λήθη και τη λησμονιά. Γι’ αυτό λοιπός, αν κι έχω το “γνώθι σ’ αυτόν”, για τσ’ αδυναμίες μου τολμώ ν’ αρχινίξω να γράφω την ιστορία του χωριού μου “τα Χωραφάκια” κι οι καλοπροαίρετοι αναγνώστες του κάποια στιγμή να μπορέσουνε να σεργιανίσουνε και να παιρνοδιαβούνε τσοι στράτες και τα σοκάκια του χωριού απου κι εγώ πρωτόδα το φως του Ηλιου, αναθράφηκα εμεγάλωσα κι εδημιούργησα τη δικιά μου οικογενειακή εστία και βέβαια από την αρχή θέλω να διαβεβαιώσω όσους το διαβάσουνε πως πρόθεσή μου είναι να αναφερθώ και να γνωρίσω στσ’ αναγνώστες του καθαρή και φωτισμένη απ’ ούλες τσοι μπάντες τη ζωή και τσοι δραστηριότητες των απλοϊκώ ανθρώπων. Τουτονά απού η μοίρα ντωνε τσοι ‘ταξε να ζήσουνε σε τούτηνε τη κακοτράχαλη γη των Χωραφακίων και γενικότερα του Ακρωτηρίου. Και ν’ αναφερθώ με στσ’ ασχολίες τα βάσανα και τσοι κόπους τωνε κι ούλες τσ’ άλλες δυσκολίες που αντιμετωπίζανε για να ζήσουνε και να θρέψουνε τσ’ οικογένειες τωνε. Γι’ αυτό και θα την ακλουθήξω από κοντά τη δύσκολη στράτα τση βασανισμένης ζωής τωνε για να μη μου ξεφύγουνε δυσκολίες βάσανα χαρές και λύπες, διασκεδάσεις ξεφαντώσεις και χαροκοπιές που να μην αναφέρονται στσοι σελίδες και τα κεφάλαια τουτησες τσ’ εργασίας μου.

Να γνωρίσομε τσοι χωραφακιανούς τόπους και να μάθομε τα τοπωνύμια ντωνε για να κατέμε κάθε φορά που βρισκομέστανε. Θ’ αναφερθούμε στ’ ασβεστοκάμινα και θ’ αναθιβάλλομε τσοι καιρούς απού πηγαίνανε κλαδιά στη χώρα για να βγάλουνε το ψωμί ντωνε. Κι ύστερα θα σεργιανίσομε με την φαντασία μας

Με αγάπη κι εκτίμηση,

Κουτράκης Εμμανουήλ του Γεωργίου