Ο Προφήτης Ηλίας


Ανηφορίζοντας όθε τσ’ Ακρωτηριανούς τόπους, εθεώρησα Ιερά μου υποχρέωση να παραμερίσω, όπως είπα, από τον τόπο τσι θυσίας των αγωνιστώ του επαναστατικού Στρατοπέδου του 1897, για να καταθέσω την ευγνωμοσύνη μου και να προσκυνήσω τα αιματοβαμμένα χώματα της περιοχής απού με την εθελοθυσία ντωνε, εποτίσανε με πολύ αίμα. Και τα χαράκια π’ αφήκανε τη τελευταία ντωνε πνοή απού ταχανε για μιτίριζε τσ’ ώρες π’ αγωνιζούντανε για τη Λευτεριά και την Ένωση τση Κρήτης με τη Μάνα τση, την Ελλάδα. Και με μεγάλη συγκίνηση να θυμηθώ τα λόγια του ποιητή για τουτηνά την κακοτράχαλη μα δοξασμένη περιοχή:

Εις τους βράχους σου επάνω
Δοξασμένο Ακρωτήρι
Γίνηκ’ ένδοξο, μεγάλο,
Νικηφόρο πανηγύρι.

Και στο κάθε σου χαράκι
Που ‘χε ο θάνατος φωλιά
Στέκει κι ένα παλικάρι
Σαν κι εκείνο στη καρδιά.

Στη συνέχεια να περάσω σιωπηλά από τον Ιερό Ναό του Προφήτου Ηλία, για να σταυροκοπηθώ για την αιωνία ανάπαψη τουτονά των αγωνιστώ. Να επισκεφτώ το τάφο του πρωταγωνιστή τουτουνά του αγώνα Ελευθερίου Βενιζέλου και ν’ αποδώσω τον πρέποντα σεβασμό στον ανδριάντα του επίσης αγωνιστή Σπύρου Καγιαλέ. Και να θυμηθώ ακόμη το άγαλμα τσ’ Ελευθερίας απού κάποτε εδέσποζε σε τουτηνά τη περιοχή και εκατάγγελνε με την επιβλητική παρουσία ντου πως τούτοσας ο τόπος είναι τόπος αγώνω και θυσίας. Γι’ αυτό και οι γι’ ευγνωμοσύνη των αθρώπω κείνουνα του καιρού το στελιώσανε εκειά, για να θυμίζει στσοι καινούργιες γενιές, πως η γι’ ελευτερία κερδίζεται μόνο με τσ’ αγώνες και θυσίες κι “όι” με λόγια και συνθήματα.

6A. Ο Ναός του Προφήτου Ηλία. Μέρος του οποίου κατέρρευσε από τους κανονιοβολισμούς απού ερρίφθησαν από τα πλοία του Ηνωμένου Στόλου των Μεγάλων Δυνάμεων την 9η Φεβρουαρίου 1897 κατά του στρατοπέδου των δυστυχισμένων Χριστιανών οπότε και συνετρίβη ο ιστός της σημαίας. Από το Ημερολόγιο του επαναστατικού Στρατοπέδου 1897, σελίδα 136.
7. Το Αγαλμα Της Ελευθερίας που κάποτε εδέσποζε στη περιοχή του Προφήτη Ηλία απού ήτανε ο τόπος τση θυσίας των αγωνιστώ για την Ελευθερία. Χτυπημένο όμως από κεραυνό και τραυματισμένο από την μεγάλη αδιαφορία των εκάστοτε αρμοδίων αρχόντων, κάποτε κατεδαφίστηκε και έπαψε να υπάρχει.
8. Ο Ανδριάντας του Σπύρου Καγιαλέ Τιμής ένεκεν, διότι όταν τεμάχιον σφαίρας κατέρριψε τη σημαίαν, ο ατρόμητος οπλίτης Σπύρος Καγιαλεδάκης εν τω μέσω της χαλάζης των Βολιδοφόρων οβίδων, ήρπασε τον κοντόν και ανεστήλωσε την σημαίαν… Ημερολόγιο και πρακτικά του Επαναστατικού Στρατοπέδου Ακρωτηρίου 1897, σελίδα 45.
9
9. Οι τάφοι των Βενιζέλων στο Προφήτη Ηλία Ελευθερίου και Σοφοκλή.

Και μιας κι βρίσκομαι σε τουτονά τον Ιερό χώρο, θεωρώ σωστό ν’ αναφέρω με συντομία κάποια ιστορικά γεγονότα όπως περιγράφονται στο Ημερολόγιο και τα πρακτικά του Επαναστατικού Στρατοπέδου Ακρωτηρίου 1897. Για την ενημέρωση των αναγνωστώ μου. Στη σελίδα 136 διαβάζω: “Την 9ην Φεβρουαρίου 1897 ο Ηνωμένος Στόλος των Μ. Δυνάμεων, ήρχισε κανονιοβολών τους Επαναστάτας, συγχρόνως και οι Τούρκοι από τας προφυλακάς των και από τα, εν Σούδα, τουρκικά πλοία. Ως αναφέρει δε ο Ελλην Ναυάρχος ΑΡΡΑΙΝΕΚ ερρίφθησαν 100 περίπου οβίδες – κατέρρευσε μέρος του ναού προφήτου Ηλία – και ο ιστός της Ελληνικής Σημαίας συνετρίβη”. Στην σελίδα δε 45 διαβάζω… “πάραυτα, ο ατρόμητος οπλίτης Σπύρος Καγιαλεδάκης, εν τω μέσω χαλάζης των βολιδοφόρων οβίδων ήρπασε τον κοντόν και ανεστήλωσε την σημαίαν εις την προτέραν αυτής, θέσιν κάνοντας το σώμα ντου κοντάρι. Η πράξης αυτή προφανώς εσυγκίνησε τσοι προστάτιδες χριστιανικές Μ. Δυνάμεις γι’ αυτό και το ευρωπαϊκά τηλεβόλα εσίγησαν”. Υστερα όμως από τουτονά το πανηγύρι ήρθε η γι ώρα του απολογισμού. Γι’ αυτό και όπως συνεχίζω να διαβάζω στη σελίδα 46: “Ο Ελλην Μοίραρχος κ. Ράϊνεκ ηττήσατο να επιτραπή αυτώ να αποστείλει δια λέμβων της Ύδρας, νοσοκόμους μετά φορείων όπως παραλάβωσι τους εκ του βομβαρδισμού, τραυματίας. Σημειωτέον ότι πάντες οι αξιωματικοί της Υδρας υπελόγιζαν ότι οι νεκροί και οι τραυματίαι θα ήσαν πολυάριθμοι. Μετά από την δεύτερη αίτηση εδέχθη ο Ιταλός υποναυαρχος… και ατμάκατος απεβίβασε εις θέσιν Αγιον Ονουφριον τον Ελ. Βενιζέλον, Κων. Φούμην και Γκοτζάμπασην μετά τινων ναυτών. Μετά βαρυαλγούσης καρδιάς και βέβαιοι, ότι έμελλον να συναντήσωσι φρικαλέας σκηνάς νεκρών και τραυματιών ηκολούθησαν την προς τα Κουνουπιδιανά άγουσαν, όπου ήλπιζον να συναντήσων τινάς και λάβωσι πληροφορίας. Αξαφνα ακούστηκε η φωνή του φυλάττοντος σκοπού Μιχαήλ Γελαση ποιοί είστε, (σελίδα 47). Είμεθα ο Βενιζέλος, Φούμης και Κοτζάμπασης, ερχόμεθα από την Υδρα με νοσοκόμους και κομίζομεν φορεία δια τους τραυματίας απήντησαν ούτοι. Δεν εβλάφτηκε κιανείς μας, δόξα να ‘χει ο Θεός, απήντησε ο σκοπός, εμπάστε μέσα. Ητο όμως τόσο ανέλπιστος η διαβεβαίωσις αυτή, ώστε εφοβούντο έτι να την πιστεύσωσιν. Εν τούτοις το πράγμα ήτο βεβαιότατον, ως επείσθησαν εκ της λεπτομερούς εκθέσεως, ήν ήκουσαν. αι βολίδες και αι οβίδες επλανώντο ως χάλαζα επί των κεφαλών των, όμως ουδείς έπαθε. Πάντες απέδωκαν τούτο μόνον εις την παντοδύναμου προστασίαν του Υψίστου…”.

Με τουτουσάς τσ’ αγώνες εκαθαγιάστηκε τούτος σας ο τόπος, γι’ αυτό και καθιερώθηκε σαν τόπος αγώνω και θυσίας. Όμως, με την ευκαιρία τσ’ αναφοράς μου στσ’ αγώνες και τσοι θυσίες των αγωνιστώ κείνουνα του καιρού για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευτεριά. Θεωρώ σωστό να αναφερθώ σε χαρακτηριστικό περιστατικό απού φανερώνει και την ανιδιοτέλεια αυτωνώ απού επρωταγωνιστούσανε σε τουτουσάς τσ’ αγώνες και όπως αυτό περιγράφεται στο βιβλίο “Εν Χανίοις” του έτους 2011 του Δήμου Χανίων και στη σελίδα 210 σε δημόσιευμα του Επιτ. Ανωτ. Εκπαιδευτικού Δρ. Πετρουλάκη Β. Νικολάου ο οποίος εθυμούντανε τον Σπύρο Καγιαλεδάκη σαν γείτονα στη Χαλέπα, ο οποίος ήτανε γέρος και χωλός από μεταγενέστερο ατύχημα. Ζούσε μέσα σε μεγάλη φτώχεια, γιατί είχε αρνηθεί την πρόταση του «παλαιού συναγωνιστή» ντου Ελ. Βενιζέλου, απού του είχε προτείνει ο ίδιος ο Βενιζέλος με τον οποίον εδιατηρούσε φιλικές σχέσεις και κάθε φορά απού κατέβαινε στα Χανιά τον συναντούσε όπως έκανε για ούλους τσ’ άλλους συναγωνιστές τους, να καταθέσει αίτηση για συνταξιοδότηση του. Κι εκείνος του απάντησε «Λευτεράκι ότι έκαμα, το έκαμα για τη πατρίδα, και όχι για πλερωμή». Ζούσε με την εργασία της γυναίκας του, μιας ευγενικής δέσποινας που είχε ένα πολύ καλό όνομα στη γειτονιά. Ο Σπύρος Καγιαλές απέθανε στη Χαλέπα το 1928.

Αυτά για να συγκρίνουμε τη διαφορά και το πόσο μοιάζουμε εμείς μ’ εκείνους, απού λέει και ο ποιητής. Και πόσο αλλάξανε οι χρόνοι κι οι καιροί από τότεσας και από την προσφορά, τη θυσία και την ανιδιοτέλεια ντωνε εφτάξαμε τσοι τωρινούς καιρούς, στσοι μίζες, τσοι δωροδοκίες και τον καιροσκοπισμό.

Ύστερα από την αναφορά μου στα ιστορικά γεγονότα απού εγινήκανε, η γι’ αιτιά να χαρακτηριστεί αυτή η περιοχή του Προφήτη Ηλία σαν τόπος αγώνω και θυσίας που το μεγάλο πανηγύρι του βομβαρδισμού απού επεριγράψαμε παραπάνω στη σελίδα 44 του Ημερολογίου τουτουνά, αναφέρεται επιγραμματικά πως, ως «θέαμα ήτο φοβερόν και μεγαλοπρεπώς απαίσιον». Τουτηνά όμως οι αγώνες κι οι θυσίες είχανε σαν αποτέλεσμα, ύστερα από κάμποσα χρόνια και συγκεκριμένα την 1η Δεκεμβρίου 1913, να υψωθή η ελληνική σημαία για την Ενωση τση Κρήτης με τη μητέρα τση, την Ελλάδα στο φρούριο του Φρικά. Απού εξεσήκωσε τουτονά το γεγονός, θύελλα χαράς και ενθουσιασμού.

Κι είναι γνωστή η χαρακτηριστική ιστορία του ανώνυμου αγωνιστή. Απού έστεκε μέσα στο κρύο και στη βροχή και την άλλη μέρα, κι εσοντήρα τη σημαία απού εκυμάτιζε στο φιρκά κι όταν ερωτήθηκε, “γιάντα τηνε θωρείς ακόμη δεν τηνε χόρτασες;” Απάντησε: “Εγώ την εχόρτασα οψές, μωρέ παιδί μου μα σήμερο τηνε ξανοίγω για το συναγωνιστή και Σύντεκνό μου, απού λαβωμένος από τσοι μπάλες του εχθρού εξεψύχα δίπλα μου. Και μ’ άφηκε παραγγελιά. Ανέ ζήσω και δώ Ελεύτερη τη Κρήτη, να ξανοίξω και για κείνον τη σημαία απού θα μαρτυρά τη Λευτεριά τση και να πάω να του το φωνάξω στο μνήμα ντου. Κι εκείνος θα τ’ ακούσει. Γι’ αυτό τηνέ ξανοίγω και σήμερο”.

Τοσηνα ‘τανε η δίψα των ανθρώπω κείνουνα του καιρού για τη λευτεριά, γι’ αυτό και το στελιώσανε, όπως είπα και παραπάνω, τουτονά το Αγαλμα τσ’ Ελευθερίας, σε τουτονά τον τόπο τση θυσίας και από τουτονά τον Ιερό τόπο επρόβαλε την επιβλητική ντου παρουσία κι εφαινούντανε απ’ ούλη τη χώρα. Για να ‘ρθουνε στη συνέχεια κάποιοι άλλοι, τη δεκαετία του 1960, ανέ θυμούμαι καλά και τ’ αποτελειώσανε.

Κι εδά κείτονται τα κομμάθια ντου εκειά περιφρονημένα και άχρηστα χωρίς να κεντρίζουνε το ενδιαφέρον κιανενούς, όπως δείχνουνε τα πράματα. Κρίμα όμως απού ήρθανε τουτηνέ οι χρόνοι. Κι οι γι’ ιστορικοί τόποι απού εγινήκανε αγώνες και θυσίες από τσοι σκλαβωμένους προγόνους μας για τη Λευτεριά τση πατρίδας μας, δε συγκινούνε μπλιό τσοι καινούργιες γενιές. Κι ούλοι τσοι προσπερνούμε αδιάφοροι. Σε αντίθεση με κεινουσας απού την αισταθήκανε τη μυρωδιά τση σκλαβιάς κι ακούσανε τσοι θρήνους και τσ’ οδυρμούς από κοντά, τω βασανισμένω προγόνω μας, γή από τα νάκλια και τα ροζοναρίσματα απού εγινούντανε στσοι συντροφιές, στσοι καφενέδες γή στα σπίθια, τσ’ αποσπερίδες κι αξιολογούσανε τουτοσάς τσ’ αγώνες και τσοι θυσίες τουτονά των αγωνιστών. Μα τσοι χαλεπούς καιρούς τουτουσές, εμείς οι νεοέλληνες, απού απολαμβάνομε τη Λευτεριά απού εβγήκε από τα κόκκαλα ντωνε τα Ιερά τουτονά των αγωνιστών, “όι” μόνο δε τσ’ αναδεικνύομε τσοι τόπους τση θυσίας τωνε, παρά τσοι σκεπάζομε κι από μέρα σε μέρα με την αδιαφορία μας και τσοι παραδίνομε στη παντοτινή λησμονιά.

Εδά κιόλας, τσοι καιρούς τουτουσές απού οι καφενέδες του παλιού καιρού εσφαλίξανε τσοι πόρτες τωνε κι οι γι’ αποσπερίδες δε γίνονται μπλιό τουτουσές τσοι πολιτισμένους χρόνους. Οι γι’ ελπίδες για να τσ’ αναστορούμαστε τουτασάς τσοι τόπους μηδενίζονται ,όσο περνά ο καιρός. Από τουτονά τον Ιερό χώρο των αγώνω και τση θυσίας του Προφήτη Ηλία. Στέκω και συντηρώ κι η σκέψη μου στριφογυρίζει γνωστούς κι άγνωστους τόπους των αγώνω και τσοι θυσίες, απού δεν είναι και λίγοι κι αναστορούμαι τη μαντινάδα νιους φλογερού μαντιναδολόγου:

Τση Κρήτης τ’ άγια χώματα
όπου κι ανε τα σκάψεις
Αίμα παλικαριώ θα βρεις
Κόκκαλα θα ξεθάψεις.

Και φορτισμένος περίσσια από συγκίνηση όπως ήμουνα, εθεώρησα σωστό να υψώσω την αδύναμη φωνή μου σε όσους έχουνε κι είχανε τη δύναμη, την εξουσία κι η φωνή ντωνε γροικάται, πως πρέπει να ντρέπονται γιατί δεν γνοιάζονται γή δεν εγνοιαστήκανε καθενός στο καιρό ντου για τουτουσάς τσοι τόπους τσ’ Ιερούς και για την αναστήλωση τουτουνά του μεγαλοπρεπούς αγάλματος τσ’ ελευθερίας. Και να ευκηθώ τέλος για την αιώνια ανάπαψη του ταπεινού και αθόρυβου Χανιώτη χημικού μακαριστού Γεωργίου Φθενάκη απού το ενδιαφέρον ντου για τα Χανιά και την αναστήλωση τουτουνά του αγάλματος, ήτανε μεγάλο.

Κρίμα απού έφυγες νωρίς από τουτονέ το “ψευτόκοσμο” μακαριστέ Γιώργη, τα Χανιά σε χρειγιάζουντανε ακόμη, γιατί τα αγάπας κι εγνοιαζούσουνε γι’ αυτά.

Κι ύστερα από τσοι παραπάνω σκέψεις μου απόμεινα σιωπηλός κι άφωνος. Μιας και το κατέω πως η ταπεινή και άσημη φωνή μου δεν ερεθίζει αφθιά και δε συγκινεί

καρδιές. Γι’ αυτό κι εστράφηκα όθεν τον ουρανό κι άφηκα τσοι σκέψεις μου να ξεχυθούνε σαν προσευχή προς το Θεό, με τουτανε τα λόγια: “Θέε μου, Εσύ απού πολλές φορές εβοήθηξες στσοι δίκαιους απελευθερωτικούς αγώνες των προγονω μας με την αρωγή τση Θείας σου Πρόνοιας. Βάλε και τουτουσές τσοι πονηρούς και διεστραμμένους χρόνους, απού κυριαρχούνε οι σκοπιμότητες και τα συμφέροντα, τη χέρα σου, να ξυπνήσουνε οι συνειδήσεις των αθρώπω τσ’ εξουσίας, και ν’ αναδείξουνε ούλους τσοι τόπους απού εγινήκανε αγώνες και θυσίες, για τη δικιά σου πίστη την Αγία και τση πατρίδας μας την Ελευτεριά, με κάθε πρόσφορο τρόπο. Και να τση φωτίσεις η χάρη σου να τ’ αναστηλώσουνε και πάλι το άγαλμα τσ’ Ελευθερίας στο ίδιο τόπο απού το καμάρωνα κι εγώ μικιός, κάθε φορά απού επερνούσα από κει καβάλα στη καπούλα του γαϊδάρου μας για να πάμε στη χώρα”.

Γιατί όσο διαβαίνουνε οι καιροί κι αλλάσσουνε οι χρόνοι εξωνημένοι αθρώποι, με διάφορους τρόπους, προσπαθούνε ν’ αλλοιώσουνε πολλές ιστορικές αλήθειες. Γι’ αυτό και κατά την ταπεινή μου γνώμη, η γι’ ανάδειξη τουτονά των ιερώ και καθαγιασμένων τόπω είναι ενα πραπάνω αναγκαία. Γιατί τουτηνά οι τόποι θα δασκαλεύουνε στο εξής και δια μέσου των αιώνω τσοι καινούργιες γενιές για το ιστορικό ντωνε ενδιαφέρο από το τόπο τση σιωπής του καθένας. Γι’ αυτό και πρέπει με αγάπη και σεβασμό να τσοι βαγιοκλαδίζομε, να τσοι συντηρούμε και να τσ’ αναδεικνύομε με κάθε δυνατόν τρόπο τουτουσάς τσοι τόπους τση θυσίας και των αγώνω.

Υστερα κι από τούτεσας τσοι σκέψεις μου που τσ’ αφιερώνω στη μνήμη ουλωνώ των αγωνιστών των απελευθερωτικών αγώνων του Έθνους μας, σαν ένα ταπεινό και Ιερό μνημόσυνο τα ταπεινά μου λόγια τουτονά, τ’ αφιερώνω στη μνήμη ντων και τα σκορπώ με ευλάβεια στσοι καθαγιασμένους από τσ’ αγώνες και τσοι θυσίες τωνε χώρους του Προφήτη Ηλία, σαν αγνά ανοιξιάτικα Ακρωτηριανά λουλούδια από τα αιματοποτισμένα χώματα τση περιοχής.

Κι ύστερα από το παραμέρισμα μου σε τουτοσές τσοι τόπους και την κατάθεση του σεβασμού μου και τσ’ ευγνωμοσύνης μου, συνεχίζω τη στραθιά μου για τσοι χωραφακιανούς τόπους απού ‘ναι κι ο προορισμός μου.